37η επέτειος της μαύρης μέρας του πραξικοπήματος στην Κύπρο



«Σκόνη, μυρωδιά από μπαρούτι, φωτιά, κλάματα, φωνές»

Του δ/ρος Πατρόκλου Σταύρου
Ηταν αργά το μεσημέρι της Παρασκευής, 12 Ιουλίου 1974 (μια επέτειος σαν σήμερα) ώρα που θα έκλειναν τα γραφεία στο Προεδρικό Μέγαρο, και ο Εθνάρχης Μακάριος με κάλεσε στο γραφείο του. Θα αναχωρούσε για τη θερινή προεδρική κατοικία στο όρος Τρόοδος. Ημουν ο υφυπουργός παρά τω Προέδρω, συνεργάτης και άνθρωπός του (αυτά τα λένε άλλοι, εγώ απλώς τα επαναλαμβάνω) και θα κάναμε την τελευταία κουβέντα πριν φύγει, μια σύντομη ανασκόπηση, τι έγινε στη διάρκεια της ημέρας και τι έχουμε για τις επόμενες ημέρες.


Του είπα ότι ήμουν δέκτης φημών και πληροφοριών για ετοιμαζόμενο πραξικόπημα, ότι, λόγου χάρη, γινόταν αντικατάσταση οδηγών τανκς με άλλους, έμπιστους χουντικούς νεαρούς, ότι γινόταν μετακίνηση τμημάτων στρατιωτικών μονάδων και άλλα ανάλογα και περίεργα και ασυνήθιστα. Είπαμε ότι αυτά δεν ταίριαζαν με το κλίμα συγκλίσεως και υφέσεως που του είχα μεταφέρει από την Αθήνα την προηγούμενη Κυριακή ούτε με όσα του είπε ο Σάββας Κωνσταντόπουλος που ήλθε ως απεσταλμένος της χούντας στα μέσα της εβδομάδος. Αυτά μας εξένιζαν, αλλά δώσαμε την εξήγηση ότι δεν είχαν ακόμη διαβιβαστεί στην Κύπρο οι κατάλληλες οδηγίες μετά τις τελευταίες εξελίξεις.


Λίγες ημέρες ενωρίτερα, ο Μακάριος είχε δώσει συνέντευξη σε αγγλική εφημερίδα και το πρωί τη μετέφρασα για να τη δώσουμε στον κυπριακό Τύπο. Ελεγε σ' αυτήν ο Μακάριος ότι η χούντα δεν θα αποτολμήσει πραξικόπημα στην Κύπρο, γιατί θα ακολουθούσε τουρκική εισβολή, την οποίαν η χούντα δεν θα ήταν ικανή να αντιμετωπίσει. Εισηγήθηκα στον Μακάριο να μη δημοσιεύσουμε τη συνέντευξη στη Λευκωσία, και ας είχε ήδη δημοσιευθεί στο Λονδίνο, για να μη θεωρηθεί ενδεχομένως σαν πρόκληση. Ο Μακάριος μού είπε πως σωστό ήταν αυτό που εδήλωσε στον δημοσιογράφο και πρόκληση δεν υπήρχε. Και με άνεση και σιγουριά μού είπε: «Μη φοβάσαι, πραξικόπημα δεν γίνεται. Και αν είναι να γίνει, θα σε... ειδοποιήσω 24 ώρες νωρίτερα για να λάβεις τα μέτρα σου». Του είπα να με «ειδοποιήσει» 48 ώρες νωρίτερα και συμφώνησε. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος είχε απέραντη ψυχραιμία και χιούμορ. Το λάθος του, εν προκειμένω, είναι ότι ανεγνώριζε κάποιον πατριωτισμό στη χούντα, ότι για τον φόβο της Τουρκίας, που δεν θα μπορούσαν να την αντιμετωπίσουν, δεν θα αποτολμούσαν πραξικόπημα στην Κύπρο. Εξάλλου, είχαμε και τις επίσημες διαβεβαιώσεις ότι τα προβλήματα ήσαν βασικά λυμένα και θα παίρναμε τις καλές ειδήσεις τη Δευτέρα. Τη Δευτέρα που έγινε το πραξικόπημα...

Σημειωτέον ότι εκείνο το πρωί ο Μακάριος εδέχθηκε την Ελένη Ν. Καζαντζάκη, που είχε έλθει στην Κύπρο να περάσει τις διακοπές της μαζί μας, όπως έκανε όλα τα χρόνια αφ' ότου γνωριστήκαμε το 1967. Στην Ελλάδα, άλλωστε, δεν μπορούσε να πάει, θα τη συνελάμβαναν λόγω της αντιχουντικής της δράσεως. Είπα στον Μακάριο ότι προβληματίστηκε να έλθει, γιατί οι εφημερίδες στην Ελβετία και στη Γαλλία έγραφαν για επικείμενο πραξικόπημα στην Κύπρο. Ο Μακάριος την καθησύχασε.

Ο υπάλληλος χάθηκε
Το προηγούμενο βράδυ στο αεροδρόμιο Λευκωσίας μού έτυχε κάτι πρωτοφανές: Επήγα να υποδεχθώ την Ελένη Ν. Καζαντζάκη - μιλάμε για την Πέμπτη, 11 Ιουλίου 1974, το βράδυ. Εδωσα το διαβατήριό της σε υπάλληλο της Πολιτικής Αεροπορίας να το δώσει στον αστυνομικό να το σφραγίσει. Και ο υπάλληλος «χάθηκε». Ανέβηκα επάνω και τον βρήκα μπροστά σε Ελλαδίτες χουντικούς στρατιωτικούς που δεν επέτρεπαν στους Κυπρίους αστυνομικούς να σφραγίσουν το διαβατήριό της, με τη δικαιολογία ότι δεν είχε θεώρηση εισόδου στην Κύπρο. Τέτοια «βίζα» δεν χρειαζόταν για κανέναν Ελληνα υπήκοο. Αγρίεψα και έμπηξα τις φωνές και τους είπα να φύγουν, δεν είχαν θέση εκεί. Γιατί ήσαν εκεί; Εμάθαμε ύστερα. Η χούντα έστελλε από την Αθήνα κάθε μέρα άνδρες στρατιωτικούς και άλλους, μέχρι και επιχειρηματίες, για την οργάνωση του πραξικοπήματος. Και εγκατέστησε στο αεροδρόμιο ομάδα υποδοχής τους και ελέγχου των άλλων και παντός αφικνουμένου, για κάθε ενδεχόμενο.


Το Σάββατο (13 Ιουλίου) επήρα την Ελένη Ν. Καζαντζάκη και την οικογένειά μου στον Αγιο Γεώργιο της Κερύνειας, στο Πεντεμίλι, ακριβώς στο σημείο όπου σε μίαν εβδομάδα θα έφθανε η μεγάλη τουρκική αρμάδα. Τη Δευτέρα, 15 Ιουλίου 1974, ξύπνησα στις 4.00 το πρωί, έπεσα στη θάλασσα για λίγο και στις 6.00 ήμουν στο γραφείο μου. Στις 8.00 π.μ. ο Μακάριος θα δεχόταν τα Ελληνόπουλα από το Κάιρο, καμιά τριανταριά, που φιλοξενούσε στην Κύπρο. Ανάμεσά τους ήταν και ο μετέπειτα Πατριάρχης Αλεξανδρείας και Πάσης Αφρικής Πέτρος, ο οποίος βρήκε τραγικό θάνατο με το ελικόπτερο «Σινούκ» στο Αγιον Ορος στις 11 Σεπτεμβρίου 2004 και ακόμη δεν είδαμε πόρισμα του δυστυχήματος.

Θα τον εκτελούσε

Στις 6.30 π.μ., περίπου, ο Μακάριος έφτασε στο Προεδρικό Μέγαρο από το Τρόοδος. Στα γρήγορα του ετοίμασα ένα σχέδιο σύντομης προσφωνήσεως προς τα παιδιά, μια σελίδα ήταν, για να πάρει ιδέες βασικά, γιατί ο Μακάριος ουδέποτε διάβαζε από χειρόγραφο. Του έδωσα ανάποδα την κόλλα «για να διαβάσει κάτι αργότερα», του είπα, γιατί εκείνη την ώρα είχε συνεργασία με τον γενικό εισαγγελέα της Δημοκρατίας και τον διέκοψα. «Μου ετοίμασες ομιλία για τα παιδιά;» μου είπε και με ξάφνιασε, γιατί δεν ήθελα να φανεί ότι του έγραφα κείμενα. Κάτι είπαμε και γύρισα στο γραφείο μου. Ο υπουργός Δικαιοσύνης Χρήστος Βάκης ανέμενε να τον δει μετά τον γενικό εισαγγελέα. Ο Βάκης λίγο καιρό πριν είχε απαχθεί από την ΕΟΚΑ Β' και ο αρχηγός της Γεώργιος Γρίβας εξέδωσε θριαμβευτική και απειλητική προκήρυξη με όρους για να τον αφήσει ελεύθερο, αλλιώς θα τον εκτελούσε. Τυχερός ο Βάκης, άλλους εσκότωνε αυθωρεί ο Γρίβας, εν ονόματι της Ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα.


Η ώρα πήγε 8.00 και άκουσα χειροκροτήματα. Είχε εισέλθει ο Μακάριος στο σαλόνι, την αίθουσα τελετών του Προεδρικού, και τα παιδιά τον χειροκροτούσαν. Επήγα και εγώ και πολύ διακριτικά μπήκα μόλις στην είσοδο. Ο επικεφαλής των παιδιών άρχισε να προσφωνεί τον Μακαριώτατο. Ηταν μια κατανυκτική ατμόσφαιρα χαράς και συγκίνησης. Και εκεί ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Ο Μακάριος με κοίταξε, σαν να με ρωτούσε τι συμβαίνει. Εκούνησα το κεφάλι μου προς τα κάτω, σαν να επιβεβαίωνα «ναι, είναι πυροβολισμοί».

Βγήκα αμέσως έξω και βρέθηκα σ' έναν καταιγισμό πυρών. Αποπειράθηκα να ανέβω στον άνω όροφο για να δω καλύτερα. Ενας ένοπλος αστυνομικός της προεδρικής φρουράς με άρπαξε και με έριξε πίσω, «θα σε σκοτώσουν εκεί πάνω», μούγκρισε. Ετρεξα προς το οίκημα της Προεδρικής Φρουράς. Ο υπασπιστής του Μακαρίου Νίκος Θρασυβούλου και ο υπεύθυνος ασφαλείας Ανδρέας Ποταμάρης γονατιστοί κρατούσαν πολυβόλα και κτυπούσαν αμυνόμενοι.

Ετρεξα στον Μακάριο. Του είπα ότι βαλλόμεθα αγρίως και του ανέφερα ό,τι είδα. Εν τω μεταξύ, είχε πει στον προσφωνούντα να συνεχίσει και να μη φοβάται. Ενημέρωσα τον Μακαριώτατο. Υποθέσαμε ότι ήταν μια επίθεση της ΕΟΚΑ Β', στην οποίαν «εδάνεισε» οπλισμό η Εθνική Φρουρά, ακόμη και τανκς, γιατί είδαμε ένα άρμα μάχης να προχωρεί προς την είσοδο του Προεδρικού Μεγάρου, για να εξευτελίσουν τον Μακάριο μέσα στην ίδια την έδρα του και μετά να αποχωρήσουν. Ο Μακάριος μου είπε να τηλεφωνήσω στο Ραδιοφωνικό Ιδρυμα Κύπρου (ΡΙΚ) και να πω ότι γίνεται ένοπλη επίθεση κατά του Προεδρικού Μεγάρου και να καλέσουν τον λαό σε συλλαλητήριο κατά των επιδρομέων. Το τηλέφωνο του ΡΙΚ δεν απαντούσε. Ξαναβγήκα, επέστρεψα και είδα πλέον τον Μακάριο και τα Ελληνόπουλα του Καΐρου στον διάδρομο του Προεδρικού με τους χοντρούς τοίχους, για προστασία. Ευτυχώς είχαν εγκαταλείψει το σαλόνι που ήταν εκτεθειμένο στα πυρά. Τα παιδιά εσπάραζαν, ο Μακάριος τα ηρεμούσε και τα εμψύχωνε.

Η κατάσταση ήταν μια κόλαση. Σκόνη, μυρωδιά από μπαρούτι και φωτιά, κλάματα, φωνές. Ξανάτρεξα μπροστά στο οίκημα της Φρουράς: λίγοι, αλλά γενναίοι, πολεμούσαν. Υπήρχε εκεί ένα πολύ μεγάλο δέντρο και τα φύλλα του έπεφταν βροχή, κομμένα από τις σφαίρες των τανκς. Ο Θρασυβούλου, καθώς με είδε σχεδόν όρθιο, μου ούρλιαξε να πέσω κάτω και γύρισε το όπλο του κατά πάνω μου: «Πέσε κάτω, θα σε σκοτώσουν - καλύτερα να σε σκοτώσω εγώ παρά εκείνοι». Σκυφτός έφυγα και μια υπάλληλος μού υπέδειξε ότι είχα λίγο αίμα στο κεφάλι• μια σφαίρα με είχε πάρει «ξώφαλτσα».

Τον άφησα να σκεφτεί
Πραξικοπηματίες έξω από το πυρπολημένο μέγαρο της Αρχιεπισκοπής, στη Λευκωσία.
Παρεκάλεσα τον Μακάριο, που βρισκόταν στον διάδρομο, να έλθει στο γραφείο να του πω κάτι. Μαζί με τα σαστισμένα παιδιά είχαν καταφύγει εκεί και μέλη του προσωπικού. Του είπα ότι έπρεπε να φύγει, να φύγει αμέσως από το Προεδρικό για να σωθεί. «Οχι», είπε. Δεν φεύγει, δεν θα εγκαταλείψει το Προεδρικό Μέγαρο. Του είπα ότι εκείνος είναι ο στόχος, εκείνον θέλουν να σκοτώσουν και, αν δεν φύγει, θα τον σκοτώσουν και θα γίνει ακριβώς αυτό που θέλουν, θα τους «βοηθήσει» ο ίδιος στα σχέδιά τους, ενώ, αν σωθεί εκείνος, σώζεται και η Κύπρος. Να αρνείται ο Μακάριος και εγώ να επιμένω. Βγαίνω ξανά έξω και τον αφήνω μόνο να σκεφθεί. Δύο-τρία άλλα πρόσωπα μπήκαν και του έκαναν τις ίδιες παροτρύνσεις. Γυρίζοντας τον βρήκα μόνο, βαθιά συλλογισμένο.


«Περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου», είπε κάποτε ύστερα από μια δολοφονική απόπειρα εναντίον του. Αρχίσαμε τα ίδια. Η «σύγκρουσή» μας ήταν σπαρακτικά δραματική. Του είπα ότι η σωτηρία του ήταν θέμα λεπτών ή δευτερολέπτων. Το Προεδρικό εβάλλετο από τρεις πλευρές. Μόνο από τη δυτική πλευρά δεν ακούγονταν πυροβολισμοί. Αλλά κάποια στιγμή θα έφθαναν και εκεί. Στην πραγματικότητα, εξακολουθήσαμε να νομίζουμε ότι τη βαρύτατη επίθεση έκανε, με οπλισμό της Εθνικής Φρουράς και με «δανεικούς» άνδρες, η ΕΟΚΑ Β'. Λίγες ημέρες νωρίτερα είχε περιέλθει στα χέρια του Μακαρίου ένα έγγραφό της, που προϊδέαζε για σοβαρές εξελίξεις τις ημέρες εκείνες. Αλλωστε, συγκοινωνούντα δοχεία ήσαν η Εθνική Φρουρά και η ΕΟΚΑ Β', αδελφά συνδικάτα του εγκλήματος.

Μια στιγμή ο Μακάριος διστακτικά ψέλλισε: «Θα έλθεις μαζί μου;» Ημαστε οι δυο μας στο γραφείο του. «Οχι», του είπα. «Με συμφέρει να φύγω. Αλλά πρέπει να μείνω, για να συγκρατήσω το προσωπικό. Αν μαθευτεί πως φύγατε και δεν δουν ούτε εμένα, θα φύγουν όλοι έξω, θα σας ακολουθήσουν. Και θα τους δουν, κάποιους θα συλλάβουν και θα μάθουν οι πραξικοπηματίες ότι φύγατε και θα σας αναζητήσουν. Θα μείνω, θα εμφανιστώ μόλις φύγετε εσείς, για να τους συγκρατήσω». Είδα τον Μακάριο να βηματίζει αργά προς το πορτοπαράθυρο.


Από την κρεμάστρα στη γωνία επήρε το καλυμμαύχι του με το επανωκαλύμμαυχο, έτοιμος να το φορέσει. Τον σταμάτησα προτού το εναποθέσει στο κεφάλι του. «Οχι, όχι», του είπα, «δεν πρέπει». «Γιατί; Ετσι θα φύγω, ακάλυπτος; Εσύ πριν λίγες μέρες...». Του εξήγησα ότι αυτά αποτελούσαν μέρος της εμφανίσεώς του και υπήρχε κίνδυνος, όποιος τον έβλεπε, να τον αναγνωρίσει αμέσως. Ενώ, «ακάλυπτος», θα μπορούσε ίσως να περάσει απαρατήρητος. Το υπονοούμενό του για το «πριν λίγες μέρες» ήταν ότι, όταν ένα πρωί τον είδα να τον φωτογραφίζουν με ακάλυπτη την κεφαλή, παρενέβηκα έντονα, γιατί δεν ήθελα στις φωτογραφίες να φαίνεται η φαλάκρα του.


Πολυβόλο των καταδρομών σε «ανάπαυση»
Στη συνέχεια, επήρε από την κρεμάστρα το μαύρο ράσο του για να το φορέσει επάνω από το μπλε αντερί του, το εσωτερικό ράσο. Τον σταμάτησα και σ' αυτό, για τους ίδιους λόγους του εξήγησα. Τότε πήρε και την ποιμαντορική ράβδο. Την έπιασα και εγώ λίγο χαμηλότερα. «Ετσι, χωρίς ράβδο θα φύγω;» με ρώτησε. Του είπα ότι διαφορετικά περπατάει με τη ράβδο και διαφορετικά χωρίς τη ράβδο και είναι και αυτό μέρος της χαρακτηριστικής και αναγνωρίσιμης εμφανίσεώς του. Δεν θυμάμαι αν μου μίλησε εκείνη τη στιγμή. Καμιά φορά η σιωπή είναι πιο εύγλωττη από τα λόγια.

Προτιμούσε να κρυφτεί
Δρασκέλισε το ισόγειο πορτοπαράθυρο, έφθασε στο κάγκελο του περιφράγματος, το άνοιξε απαλά, με το άλλο χέρι έπιασε το ράσο του, δηλαδή το αντερί, να μην αγκιστρωθεί πάνω στα αγκάθια, έστρεψε τα μάτια προς εμένα, προς το γραφείο του, προς όσα άφηνε. Ημουν βέβαιος πως ντρεπόταν που έφευγε, ντρεπόμουν και εγώ που έμεινα, αλλά δεν είχα προκρίνει την εύκολη οδό. Το είπα δυνατά πριν, το ψιθύρισα τώρα, ο Θεός μαζί του, ο Θεός να τον προστατεύει. Και ακράδαντα πιστεύω ότι η θεία πρόνοια τον έσωσε την ημέρα εκείνη.

Εφυγε εκείνος προς την κοίτη του ξεροπόταμου Πεδιαίου, επήρα το μικρό τρανζίστορ από το γραφείο του και άκουσα ότι η Εθνική Φρουρά επενέβη για να σώσει τον τόπο από αδελφοκτόνο σπαραγμό και ότι ο Μακάριος είναι ήδη νεκρός. Το κείμενο είχε γράψει ένας συνταγματάρχης και το εξεφώνησε μια υπάλληλος, ήταν ο καταληψίας του ΡΙΚ, τον οποίο πριν από μερικά χρόνια η ελληνική Πολιτεία περιέλαβε σε κατάλογο απονομής τιμών, για να του δώσει παράσημο, όπως στον ίδιο κατάλογο υπήρχαν και οι πραξικοπηματίες που κατέλαβαν το Προεδρικό Μέγαρο, και όχι μόνο. Η επιχείρηση παρασήμων θα γίνει ξανά, τον προσεχή Οκτώβριο, μας είπε προσφάτως ο υφυπουργός Εθνικής Αμύνης. Τον είδα και τον άκουσα να το λέγει στην τηλεόραση.

Στο γραφείο μπήκε τη στιγμή εκείνη και ο Χρήστος Βάκης. Του είπα να μείνει μαζί μας, είπε πως προτιμούσε να κρυφτεί στο διπλανό οίκημα του αρχείου. Εκεί τον βρήκε ένας χουντικός αξιωματικός, του συστήθηκε ο Βάκης, εκείνος του είπε «Χαίρω, κύριε υπουργέ» και με τον υποκόπανο του όπλου του τού έδωσε μια στο κεφάλι και τον οριζοντίωσε. Κάποια ώρα αργότερα τον βρήκαν, τον μετέφεραν στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Αλλά σύντομα μαθεύτηκε το γεγονός και έτρεξαν στο Νοσοκομείο να τον αποτελειώσουν. Οι πανέξυπνες νοσοκόμες, που τα μάτια τους είχαν δει πολλά εκείνη την ημέρα, τον άρπαξαν και τον έριξαν στην αποθήκη και τον εσκέπασαν με ένα σωρό λερωμένα σεντόνια. Οι επίδοξοι φονιάδες του απεχώρησαν άπρακτοι.


Ο πρόεδρος του πραξικοπήματος Νίκος Σαμψών, μιλά σε συνέντευξη Τύπου για την «εθνοσωτήριον επέμβασιν» της Εθνικής Φρουράς
Βγήκα από το γραφείο του Μακαρίου, έκλεισα την πόρτα, βρέθηκα με τα παιδιά. Η κατάσταση, αφόρητη. Γύρω από το Προεδρικό φωτιές, το ίδιο το Προεδρικό άρχισε να καίγεται προς το μέρος της κουζίνας, όγκοι από τη στέγη έπεφταν. Σε ελάχιστα λεπτά οι πραξικοπηματίες μάς ανακάλυψαν, μας έβγαλαν έξω, ουρλιάζοντας, μας ξάπλωσαν στην καυτή άσφαλτο, μας ύβριζαν, μας προπηλάκιζαν. Πιστεύω ότι η παρουσία των Ελληνόπουλων του Καΐρου μάς έσωσε από βέβαιο θάνατο.

Εκαναν ωτοστόπ
Μόλις ο Μακάριος άρχισε να κατηφορίζει για να φύγει, συναπαντήθηκε με πολεμική συμπλοκή. Και στο σημείο εκείνο είχαν φτάσει πραξικοπηματίες, σε μίαν άκρη. Τους βρήκε ο αξιωματικός Τάκης Τσαγγάρης με τους άνδρες του και συγκρούστηκε μαζί τους γενναία και τους απώθησε. Μαζί με τον Μακάριο είχαν φύγει, συνοδεύοντάς τον, ο Θρασυβούλου, ο Ποταμάρης και ο ανεψιός του Ανδρέας Νεοφύτου.

Βγήκαν στον κύριο δρόμο και έκαναν ωτο-στόπ. Πρόθυμος ο ιδιοκτήτης-οδηγός του πρώτου αυτοκινήτου, συγκινημένος, τους είπε να πάρουν το αυτοκίνητό του, αλλά δεν είχε βενζίνη. Το πήραν και σε λίγα μέτρα έμειναν από βενζίνη. Σε μιαν αυλή είδαν ένα άλλο αυτοκίνητο. Το ζήτησαν και τους το έδωσαν. Ηταν αναπηρικό. Και ο ιδιοκτήτης τούς είπε ότι το υπουργείο Οικονομικών αρνιόταν να του δώσει αναπηρικό αυτοκίνητο -αυτό σημαίνει χωρίς δασμούς - και επενέβη ο Μακάριος και του το έδωσαν. Τώρα, το έδινε για τον Μακάριο, για να σωθεί. Το πήραν και έφυγαν.

Ο Μακάριος σκέφτηκε να πάνε στο Μετόχι του Κύκκου «μέχρις ότου περάσει το κακό» και μετά να επιστρέψουν. Σταμάτησαν σε κόκκινο σήμα της Τροχαίας, αναμένοντας να ανάψει το πράσινο. Και τους συναντά ένας αξιωματικός της Προεδρικής Φρουράς, που ήταν στο σπίτι του και άκουσε τους πυροβολισμούς και τις εκρήξεις και έτρεξε. Τους έδειξε τα τανκς που έρχονταν από την Κοκκινοτριμιθιά. Προορισμός τους ήταν η δυτική πλευρά του Προεδρικού Μεγάρου και τους καθυστέρησε η πολλή κίνηση του υπεραστικού δρόμου. Βάζουν όπισθεν και κατευθύνονται σ' ένα εργοστάσιο στον Στρόβολο. Το βρίσκουν κλειστό και κατευθύνονται προς το χωριό Κλήρου, για το σπίτι ενός αστυνομικού μέλους της Προεδρικής Φρουράς. Τα τανκς ήσαν τρία. Το ένα κτύπησε το Μετόχι του Κύκκου και κατεδάφισε τμήμα του, το άλλο ή και τα δύο άλλα επήγαν στη δυτική πλευρά του Προεδρικού Μεγάρου. Αν συναντούσαν πράσινο φως στα φανάρια της Τροχαίας, θα έμπαιναν στο Μετόχι και θα ανέμεναν τον θάνατο. Τήρησαν τη νομιμότητα και σώθηκαν. Ηπιαν καφέ στο σπίτι του αστυνομικού Νεοκλή στην Κλήρου και έφυγαν ξανά, τώρα για το Μοναστήρι του Κύκκου. Εκεί προστέθηκαν και άλλοι εθελοντές με τα αυτοκίνητά τους και τον ακολούθησαν.

Εμάς κατά το απόγευμα μας μετακίνησαν προς την έξοδο του κήπου του Προεδρικού, και πάλι μπρούμυτα, και να τρώμε ύβρεις και χώμα. Αρκετές οι μαθήτριες της ομάδας από το Κάιρο και άκουσα έναν πραξικοπηματία ανθυπολοχαγό να ζητά από μια «να μη χαθούν, όταν τελειώσουν αυτά» - λέγεται Ανδρουτσόπουλος, είπε, και μένει στην Καλλιθέα. Διψούσαμε αγρίως -Ιούλιος μήνας ήταν- και κάποια στιγμή άρχισε να κυκλοφορεί από χέρι σε χέρι ένα μπιτόνι με λιγοστό νερό. Το πήρα και εγώ και το σήκωσα στο στόμα μου για να πιω, αλλά δεν ήπια• μύριζε κάτουρο. Εν τω μεταξύ, ακούγαμε από ασυρμάτους που οι πραξικοπηματίες φρουροί μας είχαν πάρει από την Προεδρική Φρουρά να δίδονται οδηγίες εξ ονόματος του Μακαρίου στον πρέσβη αντιπρόσωπο της Κύπρου στα Ηνωμένα Εθνη να ζητήσει σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Συνεχίζει ο Μακάριος προς τη Μονή Κύκκου πάνω στο Τρόοδος και ξέρουν ότι στη διαδρομή υπάρχει στρατόπεδο. Γίνεται συνεννόηση: Να προχωρήσει ένα αυτοκίνητο μόνο του και αν βρουν οδόφραγμα, να χτυπήσουν. Αν ο Μακάριος και οι υπόλοιποι ακούσουν πυροβολισμούς, να γυρίσουν πίσω. Πυροβολισμοί δεν ακούστηκαν και όλοι πέρασαν. Ο οδηγός του τελευταίου αυτοκινήτου είδε στον καθρέφτη του τους στρατιώτες πίσω του να τοποθετούν οδόφραγμα.

Πλησιάζουν στο Μοναστήρι και βλέπουν ένοπλο πλήθος στην πλατεία του. Με κυνηγετικά τουφέκια, αξίνες, φτυάρια, ματσούκες. Σταματούν. Ο Μακάριος ζητά να μιλήσει στον ασύρματο με την Αρχιεπισκοπή στη Λευκωσία. Του εξηγούν τους χειρισμούς, του λένε και τους κωδικούς: «Ακρόπολις δύο καλεί Ακρόπολιν ένα». «Ακρόπολις δύο» ήταν ο κωδικός του προεδρικού αυτοκινήτου, «Ακρόπολις ένα» η Αρχιεπισκοπή. Ή το αντίστροφο. «Είμαι ο Μακάριος», αναφωνεί, ενώ άκουγε πυκνούς πυροβολισμούς, «Αντισταθείτε στη χούντα». Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Πανζουρλισμός, φωνές, κραυγές, κλάματα, ζήτω, «ζει ο Μακάριος». Επεμβαίνει στον ασύρματο η Αστυνομία Λεμεσού: «Ποιος Μακάριος; Ο Μακάριος είναι νεκρός!». «Ζωντανός είμαι, βλάκα», φωνάζει ο Μακάριος. «Δεν με ακούς που μιλώ;». Ο Μακάριος δεν ύβριζε ποτέ. Πειρακτικά, για πλάκα που λέμε, έλεγε καμιά κουβέντα πού και πού.

Τώρα, αυτοί μπροστά στο Μοναστήρι του Κύκκου τι κάνουν; Είναι δικοί μας ή όχι; Ενα αυτοκίνητο της συνοδείας προχωρεί στο Μοναστήρι για εξακρίβωση. Τους πλησιάζει ένας από τους εθελοντές συνοδούς του Μακαρίου. Τους μιλά. Τον θεωρούν ύποπτο προβοκάτορα, όταν τους λέγει ότι ο Μακάριος είναι ζωντανός. Και εκείνος τους δείχνει κατά τον δρόμο και εμφανίζεται η πομπή των αυτοκινήτων με τον Μακάριο. Χαλασμός κόσμου!

Ο Μακάριος εγευμάτισε και ξεκουράστηκε για λίγο. Ενας καλόγηρος της Μονής τού έδωσε ράσο και καλυμμαύχι, βρήκαν και επανωκαλύμμαυχο. Τριμμένο και ξεθωριασμένο το ράσο, το «έβαψαν» με μελάνι. Το απόγευμα ξεκίνησαν για την Πάφο μέσα από τα βουνά. Λόγω κάποιας βλάβης, σε κάθε στροφή χτυπούσε από μόνο του το κλάξον, η κόρνα του αυτοκινήτου. Και να κάνει παρατηρήσεις ο Μακάριος στον ανεψιό του, που οδηγούσε, γιατί πατάει κλάξον, και εκείνος να «αρπάζεται» και να τα χάνει κ.λπ. Πριν φύγουν από τον Κύκκο, πληροφορήθηκαν ότι πραξικοπηματίες όδευαν προς το Μοναστήρι. Οι συνοδοί του Μακαρίου ανετίναξαν ένα κομβικό γεφύρι κοντά στο Μοναστήρι και έτσι οι υποψήφιοι φονιάδες έμειναν μεσοστρατίς, δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν.

Φθάνουν κάποτε στην Πάφο, στη Μητρόπολη, και χιλιάδες λαού τον υποδέχονται. Την άλλη μέρα καταπλέει η πολεμική μας ακταιωρός «Λεβέντης» και αρχίζει να κανονιοβολεί τη Μητρόπολη. Χίλια μέτρα μακριά έπεφταν οι οβίδες. Και να απελπίζεται ο Μακάριος ότι δεν μπορούν να χτυπήσουν ούτε έναν ακίνητο στόχο.

Ελληνικέ κυπριακέ λαέ
Σημειωτέον ότι, μόλις έφθασε στην Πάφο ο Μακάριος, τον επήραν σ' έναν τοπικό ραδιοσταθμό που, ενώ λειτουργούσε ως λήψεως, τον έκαναν και αναμεταδόσεως. Από εκεί ο Μακάριος απηύθυνε το διάγγελμά του προς τον λαό, ότι είναι ζωντανός, όχι νεκρός όπως η χούντα το ήθελε, και εκάλεσε όλους σε αντίσταση:


«Ελληνικέ Κυπριακέ λαέ! Γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις. Γνωρίζεις ποίος σου ομιλεί. Είμαι ο Μακάριος. Είμαι εκείνος τον οποίον συ εξέλεξες διά να είναι ηγέτης σου. Δεν είμαι νεκρός, όπως η χούντα των Αθηνών και οι εδώ εκπρόσωποί της θα ήθελαν. Είμαι ζωντανός. Και είμαι μαζί σου, συναγωνιστής και σημαιοφόρος εις τον κοινόν αγώνα. Το πραξικόπημα της χούντας απέτυχε. Εγώ ήμουν ο στόχος της χούντας, και εφ' όσον εγώ ζω, η χούντα εις την Κύπρον δεν θα περάσει. Ο Κυπριακός Ελληνισμός δεν ανέχεται πραξικοπήματα και δικτατορίες. Η χούντα εχρησιμοποίησε τεθωρακισμένα και τανκς διά να κάμει πραξικόπημα. Αλλ' η αντίστασις των ανδρών της Προεδρικής Φρουράς, η αντίστασις του λαού μας εσταμάτησε τα τεθωρακισμένα, εσταμάτησε τα τανκς. Μόνο κατόρθωμα της χούντας ήτο η κατάληψις του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος, για να μεταδίδει από ραδιοφώνου ψευδολογίες και να ομιλεί δήθεν περί κυβερνητικής αλλαγής. Μην υπακούεις εις οιασδήποτε οδηγίας ή διαταγάς της χούντας τας οποίας μεταδίδει το ΡΙΚ.

»Ελληνικέ Κυπριακέ λαέ! Η χούντα απεφάσισε να καταστρέψει την Κύπρον, να την διχοτομήσει. Αλλά δεν θα το κατορθώσει. Πρόβαλε παντοιοτρόπως αντίστασιν στη χούντα. Μη φοβηθείς. Διαδήλωσε την θέλησιν και την απόφασίν σου να αντισταθείς, να αγωνισθείς. Ενταχθείτε όλοι εις τας νομίμους δυνάμεις του κράτους. Η χούντα δεν πρέπει να περάσει και δεν θα περάσει. Νυν υπέρ πάντων ο αγών. Και ο αγών τον οποίον την στιγμήν αυτήν ο Κυπριακός Ελληνισμός διεξάγει είναι αγών ιερός και η νίκη θα είναι ιδική μας.

»Ζήτω η ελευθερία! Ζήτω ο κυπριακός λαός! Ζήτω το Εθνος!»

Εν τω μεταξύ, μεγάλη στρατιωτική δύναμη από τη χούντα στη Λευκωσία, διατεταγμένη από την Αθήνα, ξεκίνησε για την Πάφο. Ο Μακάριος έπρεπε να φύγει από την Κύπρο, θα τον εσκότωναν. Εκείνος ήθελε να μείνει, να καταφύγει σε κρησφύγετο στο βουνό. Ηταν ανέφικτο. Η κατάσταση ήταν δραματική. Την άλλη μέρα ελικόπτερο της Ειρηνευτικής Δυνάμεως των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο μετέφερε τον Μακάριο στη βρετανική στρατιωτική βάση της Επισκοπής, κοντά στη Λεμεσό, και από εκεί ένα στρατιωτικό αεροπλάνο τον πήγε στη Μάλτα. Από εκεί, στην Αγγλία και στην Αμερική.

Ο Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο στις 7 Δεκεμβρίου 1974, χωρίς αντιπραξικόπημα, χωρίς καμιά βίαιη αντενέργεια, και ανέλαβε τα καθήκοντά του σε μια καθημαγμένη νήσο. Στις 3 Αυγούστου 1977 απεδήμησε εις Κύριον και γλύτωσε από τους ανθρώπους.


 
 
 
 
supa.gr
enet.gr
onlycy.com
Youtube.com
http://himaira.blogspot.com/
37η επέτειος της μαύρης μέρας του πραξικοπήματος στην Κύπρο 37η επέτειος της μαύρης μέρας του πραξικοπήματος στην Κύπρο Reviewed by Unknown on 16:22 Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.